-
1 λογάς
A picked, chosen, mostly in pl. of picked men,λ. νεηνίαι Hdt.1.36
,43, E.Hec. 544, etc.;τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λ. Hdt.8.124
;λ. Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους Id.9.63
;Ἀργείων οἱ χίλιοι λ. Th.5.67
;στρατηγῶν λογάδες E.Andr. 324
; of cattle, PStrassb.24.32 (ii A. D.); φωναὶ λογάδες chosen phrases, Phot.Bibl. p.491 B.: with collect.Nouns,στρατιὴ λ. ἡμιθέων AP15.51
(Arch.).2 λ. λίθοι unhewn stones, taken just as they were picked, Paus.7.22.5; cf.λογάδην, λέγω B. 1
, λιθολόγος.------------------------------------A whites of the eyes, Sophr.49, Call.Fr. 132, Nic.Th. 292 (sg., Poll.2.70): generally, eyes, AP5.269 (Paul. Sil.).
См. также в других словарях:
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek